Η κυστική ίνωση είναι η πιο συχνή κληρονομούμενη ασθένεια στην Ελλάδα μετά την Μεσογειακή αναιμία. Η συχνότητα φορέων είναι περίπου 1:25 και η συχνότητα νοσούντων περίπου 1:2500. Ο ασθενής κληρονομεί ένα παθολογικό αλληλόμορφο από κάθε γονέα που είναι απλώς φορέας. Γονείς φορείς έχουν 1 στις4 πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί με κυστική ίνωση.
Η βλάβη εντοπίστηκε στο χρωμόσωμα 7 σε μια περιοχή που ρυθμίζει την παραγωγή μιας πρωτεϊνης απαραίτητης για την ελεύθερη μεταφορά ιόντων και νερού στα κύτταρα της επιφανειακής στοιβάδας του επιθηλίου (αναπνευστικού , γαστρεντερικού κλπ.). Σε περίπτωση νόσου η μεταφορά αυτή παρεμποδίζεται με αποτέλεσμα τη συσσώρευση πηχτών εκκριμάτων στους βρόγχους, το έντερο και στους πόρους αδένων όπως το πάγκρεας και την απόφραξή τους. Το αποτέλεσμα είναι η εκδήλωση μιας βαριάς κλινικής κατάστασης με σοβαρά προβλήματα από το αναπνευστικό (αποφρακτική πνευμονοπάθεια), το γαστρεντερικό (εντερική απόφραξη) , το πάγκρεας (δυσαπορρόφηση με διαταραχές της ανάπτυξης, διαβήτης) και άλλα όργανα (υπογονιμότητα). Πολύ συχνά η νόσος εκδηλώνεται με ήπια συμπτωματολογία και έχει καλύτερη πρόγνωση (παραρινοκολπίτιδα, χρόνιες αναπνευστικές λοιμώξεις, χρόνια ή υποτροπιάζουσες παγκρεατίτιδες, ανδρική υπογονιμότητα λόγω απουσίας σπερματικών πόρων). Η διάγνωση γίνεται από τη νεογνική ηλικία και με κατάλληλη θεραπεία και φροντίδα οι ασθενείς αυτοί ζουν σήμερα πάνω από 30 έτη (37 έτη στις USA το 2011). Υπολογίζεται ότι ασθενείς που γεννήθηκαν μετά το 2000 έχουν προσδόκιμο πάνω απ’ τα 50 έτη. Έχουν βρεθεί πάνω από 1900 μεταλλάξεις οι περισσότερες απ’ τις οποίες έχουν συχνότητα < 0,1%. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είναι υπεύθυνες για ήπιες μορφές της νόσου.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι οι μεταλλάξεις παρουσιάζουν γεωγραφική και εθνική κατανομή. Άλλη συχνότητα εμφάνισης έχει μια μετάλλαξη σε μια περιοχή του πλανήτη και άλλη σε άλλη. Για παράδειγμα η πιο συχνή μετάλλαξη η ΔF508 στη Β. Ευρώπη έχει συχνότητα 70-75% των μεταλλάξεων ενώ στη χώρα μας μόνο 54%. Αυτό σημαίνει ότι ο αποκλεισμός της παρουσίας της μετάλλαξης αυτής σε άτομο του Ελληνικού πληθυσμού δεν παρέχει την ίδια εξασφάλιση όπως σε κάποιο Βορειοευρωπαίο.
Η χώρα μας παρουσιάζει μία από τις μεγαλύτερες ποικιλομορφίες σε ότι αφορά στις μεταλλάξεις. Για το λόγο αυτό έχουν δημιουργηθεί ειδικά πάνελ με ομάδες μεταλλάξεων που προσφέρουν διαφορετική κάλυψη σε ότι αφορά τον αριθμό των μεταλλάξεων ( 70%, 85% κλπ.). Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι δυνατός ο αποκλεισμός κατά 100% της παρουσίας κάποιας μετάλλαξης αφού δεν έχουν αναγνωριστεί όλες ακόμη. Η πιο αναλυτική αλλά ακριβή μέθοδος είναι η Next Generation Sequencing που καλύπτει πάνω από 98%. Οι εξετάσεις για την αναγνώριση φορέων με τα πάνελ αυτά έχουν σχετικά μεγάλο κόστος και δεν έχει καθιερωθεί στη χώρα μας ο έλεγχος όλων των υποψηφίων προς τεκνοποίηση ζευγαριών όπως γίνεται για παράδειγμα με τη μεσογειακή αναιμία. Επιπλέον η συχνότητα της νόσου δεν είναι τόσο μεγάλη και πολλές μορφές της είναι αρκετά ήπιες.
Αυτοί πάντως που θα πρέπει να ελέγχονται είναι οι υψηλού κινδύνου όπως : οικογενειακό ιστορικό με κυστική ίνωση , γνωστός φορέας ο ένας απ’ το ζευγάρι, ζευγάρια με ζήτημα ανδρικής υπογονιμότητας, ασθενείς με χρόνια πνευμονοπάθεια ή παραρινοκολπίτιδα ή υποτροπιάζουσα παγκρεατίτιδα και τέλος σε περίπτωση υπερηχογραφικών ευρημάτων στο έμβρυο όπως υπερηχογενές έντερο, εντερική απόφραξη, απουσία χοληδόχου κύστης. Τα ζευγάρια μπορεί να ελέγχονται και οι δύο μαζί ή μόνο ο ένας και σε περίπτωση που βρεθεί θετικός να ελέγχεται και ο άλλος. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερώνονται για τον υπολειπόμενο κίνδυνο μετά την εξέταση καθώς αυτός δεν είναι ποτέ μηδενικός αλλά εξαρτάται από την κάλυψη που παρέχει το επιλεγμένο πάνελ .
Για παράδειγμα εάν κάποιος εξεταστεί με πάνελ που καλύπτει το 85% των μεταλλάξεων στον Ελληνικό πληθυσμό και είναι αρνητικός, η πιθανότητα να είναι φορέας από 1:25 γίνεται 1:160 και εάν και ο/η σύντροφος είναι αρνητικός η πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί με νόσο είναι < 1:100.000 ενώ αν είναι θετικός η πιθανότητα είναι 1:640.
Στις US έχει προταθεί ο έλεγχος σε κάθε ζευγάρι που περιμένει παιδί ενώ στη Μ. Βρετανία μόνο στους υψηλού κινδύνου. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ομοφωνία για την ανάγκη ελέγχου ή όχι και δεν υπάρχει δυστυχώς κάλυψη από τα ασφαλιστικά ταμεία. Εναπόκειται λοιπόν στο ζευγάρι μετά από συζήτηση με το γιατρό να αποφασίσει εάν θα υποβληθεί στον έλεγχο ή όχι. Οι γενετιστές πάντως προτείνουν ότι για έλεγχο γενικού πληθυσμού( όχι δηλ. υψηλού κινδύνου) το καταλληλότερο πάνελ είναι αυτό που καλύπτει το 85% των μεταλλάξεων του συγκεκριμένου πληθυσμού. Το κόστος ποικίλει από εργαστήριο σε εργαστήριο.