Προγεννητικός έλεγχος είναι το σύνολο των εξετάσεων που αποσκοπούν στην διάγνωση παθήσεων του εμβρύου που είτε είναι γενετικά καθοριζόμενες (γενετικά σύνδρομα) είτε αφορούν σε κατασκευαστικές ανωμαλίες είτε σε βλάβες που οφείλονται σε ασθένειες της μητέρας κατα την εγκυμοσύνη ή σε λήψη φαρμάκων ή ουσιών από αυτή.
Η πιό γνωστή εξέταση είναι ο υπερηχογραφικός έλεγχος που σκοπό έχει να ανιχνεύσει ανατομικές ανωμαλίες που μπορεί να είναι μεμονομένες ή να παραπέμπουν σε ΄πιό πολύπλοκες διαγνώσεις όπως χρωμοσωμιακές ανωμαλίες ή άλλα γενετικά σύνδρομα. Η ανίχνευση επίσης σημείων δεικτών μπορεί ενώ δεν έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία να παραπέμπει σε γενετικά νοσήματα.
Τα γενετικά νοσήματα αφορούν σε βλάβη του γενετικού υλικoύ δηλαδή του DNA.
Το DNA περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες ενός ατόμου. Βρίσκεται υπο τη μορφή τεράστιων αλυσίδων νουκλεοτιδίων στα χρωμοσώματα που με τη σειρά τους βρίσκονται στον πυρήνα των κυττάρων. Μια ομάδα νουκλεοτιδίων σε συγκεκριμένη σειρά αποτελεί ένα γονίδιο το οποίο περιέχει κωδικοποιημένη μια βιολογική πληροφορία.
Στον πυρήνα του ανθρώπινου κυττάρου υπάρχουν 46 χρωμοσώματα που σχηματίζουν 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων. Ενα γενετικό νόσημα μπορεί να οφείλεται σε βλάβη στον αριθμό των χρωμοσωμάτων όπως στο σύνδρομο Down που υπάρχουν 3 χρωμοσώματα του ζεύγους 21 ή στο σύνδρομο Turner όπου λείπει ένα χρωμόσωμα χ. Μπορεί επίσης να οφείλεται σε βλάβη στη δομή κάποιου χρωμοσώματος όπως για παραδειγμα να λείπει ένα κομμάτι ή να έχει σπάσε και να έχει κολλήσει σε άλλο χρωμόσωμα. Οι αριθμητικές και οι βλάβες στη δομή των χρωμοσωμάτων ανιχνεύονται με την κλασσική μέθοδο ελέγχου του καρυότυπου έπειτα από αμνιοπαρακέντηση ή λήψη βιοψίας τροφοβλάστης (CVS).
ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΧΡΩΜΟΣΩΜΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΙΩΝ
Η μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι αυτή του ελέγχου στο Α τρίμηνο με το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας και τον βιοχημικό έλεγχο (PAPP a, b HCG). Η μέθοδος δεν είναι διαγνωστική και υπολογίζεται ότι αν ελεγχθούν με επεμβατική μέθοδο το 5% των εγκύων που έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο μετά από το test , θα ανιχνευτούν περίπου 90 – 95% των εμβρύων με σύνδρομο Down. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι 5% των εγκύων θα υποβληθούν σε ένα σημαντικό κόστος και κυρίως σε ένα κίνδυνο αποβολής της τάξης του 0,5%.
Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά και σε Ευρωπαiκές χώρες και σε χώρες της ΝΑ Ασίας εφαρμόζονται μη επεμβατικές μέθοδοι NIPT που ανιχνεύουν και μελετούν κομμάτια DNA του εμβρύου που κυκλοφορούν στο αίμα της μητέρας από πολύ νωρίς στην εγκυμοσύνη. Με τις μεθόδους αυτές η ευαισθησία στην ανίχνευση του συνδρόμου Down είναι πάνω από 99% και το ίδιο ισχύει και για τις τρισωμίες 13 και 18. Η ευαισθησία για ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων του φύλου είναι >80%. Η μέθοδος είναι πολύ απλή και ακίνδυνη αφού πρόκειται για λήψη αίματος από τη μητέρα αλλά προς το παρόν αρκετά ακριβή. Σε ποσοστό 5% περίπου δεν είναι δυνατή η εξαγωγή συμπεράσματος και απαιτείται επαναληπτική λήψη αίματος με πιθανότητα αποτελέσματος 90%. Έτσι συνολικά έχουμε αποτέλεσμα σε 99% των περιπτώσεων. Μολονότι οι δοκιμασίες αυτές είναι υψηλής ευαισθησίας και ειδικότητας δεν θεωρούνται διαγνωστικές και σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος θα πρέπει να γίνεται επιβεβαίωση με επεμβατική μέθοδο. Υπολογίζεται όμως ότι ο αριθμός των επεμβατικών που θα απαιτηθούν θα είναι πολύ μικρός <0,5% για διαγνωστική δυνατότητα >99%.
Διαγνωστικές μέθοδοι εξακολουθούν να θεωρούνται η αμνιοπαρακέντηση και η λήψη βιοψίας τροφοβλάστης. Και οι δύο έχουν ένα κίνδυνο αποβολής που υπολογίζεται σήμερα στο 1: 300 περίπου. Με το υλικό που λαμβάνεται με τις μεθόδους αυτές μπορούμε να επεκτείνουμε τον έλεγχο εκτός από τον κλασσικό καρυότυπο και σε λεπτομερειακό έλεγχο σε επίπεδο γονιδίων που είναι ιδιαίτερα σημαντικό ιδιαίτερα σε περίπτωση υπερηχογραφικών ευρημάτων (μοριακός καρυότυπος).
Πολλοί γενετιστές υπολογίζουν ότι σε περίπτωση ευρημάτων στο υπερηχογράφημα τα νοσήματα που μπορεί να ανιχνευτούν με το μοριακό καρυότυπο είναι 8-12% παραπάνω από αυτά που ανιχνέυει ο απλός καρυότυπος. Το ποσοστό αυτό σε κυήσεις χαμηλού κινδύνου είναι 3% περίπου. Πολλοί μάλιστα προτείνουν αυτή σαν κύρια μέθοδο ελέγχου κάτι όμως που αμφισβητείται από τους περισσότερους για περιπτώσεις κυήσεων χαμηλού κινδύνου λόγω και του ρίσκου της αποβολής. Ο μοριακός καρυότυπος πρέπει να γίνεται παράλληλα με τον κλασσικό. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ανάλυση τόσο ακριβότερη αλλά αυξάνεται και η πιθανότητα να έχουμε ευρήματα για μεταβολές στο DNA που δενγνωρίζουμε αν αντιστοιχούν σε παθολογική κατάσταση ή είναι παραλλαγή του φυσιολογικού.
Συμπερασματικά:
Γυναίκες χαμηλού κινδύνου για χρωμοσωμιακές ανωμαλίες μετά από τον έλεγχο του πρώτου τριμήνου μπορούν είτε να μείνουν σε αυτόν είτε να προχωρήσουν σε μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο με ανίχνευση DNA του εμβρύου στο αίμα της μητέρας.
Γυναίκες με υπερηχογραφικά ευρήματα συμπεριλαμβανομένης της υψηλής αυχενικής διαφάνειας (> 3,5 χιλ.) καλό είναι να υποβάλονται σε επεμβατικό έλεγχο και να γίνεται μοριακός καρυότυπος.
Το υπερηχογράφημα του Α τριμήνου είναι απαραίτητο γιατί προσφέρει πληροφορίες που δεν προσφέρονται με τις άλλες μεθόδους όπως η ηλικία, και η ανατομία του εμβρύου, ο υπολογισμός του ρίσκου για χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, προεκλαμψία και πρόωρου τοκετού, ο αριθμός των εμβρύων κ.α.. Απαραίτητο επίσης είναι και το υπερηχογράφημα Β επιπέδου για τον έλεγχο της ανατομίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι καλό το ζευγάρι πρίν αποφασίσει να συμβουλεύεται τόσο το γιατρό του αλλά και τους ειδικούς στον προγεννητικό έλεγχο και τη γενετική.